- απόλαυση
- απόλαυση, η και απόλαψη, ηευχαρίστηση, διασκέδαση, τέρψη: Πίστευε πως το τσιγάρο ήταν μια απόλαυση που δεν έπρεπε να τη στερηθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόλαυση — η (AM ἀπόλαυσις) [απολαύω] 1. ευχαρίστηση, τέρψη 2. ωφέλεια, κέρδος 3. φρ. «είναι απόλαυση αυτός» είναι διασκεδαστικό να τον βλέπεις ή να τον ακούς μσν. 1. αγαλλίαση 2. υποδοχή αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή … Dictionary of Greek
ἀπολαύσῃ — ἀπολαύσηι , ἀπόλαυσις act of enjoying fem dat sg (epic) ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 3rd sg ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek
λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… … Dictionary of Greek
Ταϊτσούνγκ — Πόλη (περ. 715.000 κάτ.) της Ταϊβάν πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, σε απόσταση 130 χλμ. από την Ταϊπέι. Βρίσκεται στη μέση μιας γόνιμης περιοχής, στην οποία καλλιεργείται ρύζι, ζαχαροκάλαμα, μπανανιές, τσάι, καπνός και πατάτες. Διαθέτει ακόμα … Dictionary of Greek
ἀπολαύσηι — ἀπόλαυσις act of enjoying fem dat sg (epic) ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 2nd sg ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 3rd sg ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek